obsession - translation to γαλλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

obsession - translation to γαλλικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Obsessive; Obsess; Obsession (album); Obsession (movie); Obsession (disambiguation); Obsession the movie; Obsession DVD; Obsession (film); Obsession (EP); Obsession (song); Obsessive behavior

obsession         
n. obsession, fixation
obsédant      
obsessive, compulsive; having a tendency to be obsessed
obsessif      
obsessed, abnormally preoccupied with something; haunted by feelings of anxiety; excessively focused on, crazy about

Ορισμός

obsession
¦ noun
1. the state of being obsessed.
2. an idea or thought that obsesses someone.
Derivatives
obsessional adjective
obsessionally adverb

Βικιπαίδεια

Obsession

Obsession may refer to:

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για obsession
1. Stoïcisme, obsession, acharnement, et même suicide.
2. Pour certains, «partir devient une obsession», regrette Serge Truscello.
3. Celui–ci a par ailleurs pour obsession d‘éviter les fuites.
4. D‘autre auront une obsession de souillure ou de contamination.
5. Etrange obsession, forcément baptisée d‘un nom anglo–saxon: le ranking.